- ποδόσφαιρα
- η, Ν1. δερμάτινη ή πλαστική σφαίρα, μέσα στην οποία βρίσκεται αεροθάλαμος φουσκωμένος με αέρα και η οποία χρησιμεύει για τη διεξαγωγή τών ποδοσφαιρικών αγώνων2. βοτ. γένος μυκήτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + σφαίρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. Podosphaera].
Dictionary of Greek. 2013.